- εκφόβιση
- ηβλ. εκφόβηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκφόβιση — η εκφοβισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δειμάτωσις — δειμάτωσις, η (Α) [δειματώ] η εκφόβιση … Dictionary of Greek
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
εκφόβηση — και εκφόβιση, η (AM ἐκφόβησις και ἐκφόβισις) η ενέργεια τού εκφοβώ*, φόβισμα, φοβέρισμα, εκφοβισμός, απειλή … Dictionary of Greek
επαπείλησις — ἐπαπείλησις, η (AM) [επαπειλώ] απειλή, φοβέρα, εκφόβιση … Dictionary of Greek
καταπτόηση — η εκφόβιση, εκφοβισμός, πανικός, κατατρόμαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπτοῶ. Η λ., στον λόγιο τ. καταπτόησις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
πτύρσις — εως, ἡ, Α [πτύρομαι] αναταραχή, εκφόβιση … Dictionary of Greek